- μεθυστάς
- μεθυστάςdrunkenfem nom sgμεθυστά̱ς , μεθυστήςdrunkardmasc acc plμεθυστά̱ς , μεθυστήςdrunkardmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθυστάς — μεθυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».… … Dictionary of Greek
μεθυστά — μεθυστάς drunken fem voc sg μεθυστά̱ , μεθυστής drunkard masc nom/voc/acc dual μεθυστής drunkard masc voc sg μεθυστής drunkard masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστάδας — μεθυστάς drunken fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστάδες — μεθυστάς drunken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek